
ΑΡΗΣ
Ο Άρης γύρισε τα μάτια του στο πλάι
όταν σήκωσα το χέρι μου να σταματήσω
σαν νανούρισμα ρυακιού
του κυμάτου τον αφρό
στη απαλή άμμο
και τ’ ατέλειωτο θρόισμα των φύλλων
στη μνήμη μου εύηχη μελωδία
μέσα απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
ένα κόκκινο σταμνί
ένα ξύλινο σκαμνί
αστέρια και ύμνοι
που άφησαν σκέψεις
ανεξήγητα μελαγχολικές
όταν ο βοριάς
κάλπασε κάτω την βουνοπλαγιά
να καταπατήσει
την ειρηνική ζωή μου
σ’ ένα σπίτι από λάσπη και πέτρα
με οροφή από καλάμια και χώμα
μ’ ένα παράθυρο πάντα ανοιχτό
και μια πόρτα καταφαγωμένη
διάτρητα συναισθήματα
σ’ αυτό το παλάτι
που μου σέρβιραν
το βασιλικό μου φαγητό
κι αυτό ήταν το πρώτο μου κλάμα
στην ερημιά του δίκαιου τούτου κόσμου
ARIS
Aris turned His eyes to the side when
I raised my arm to stop
the lullaby of a creek
wave froth on smooth
sand and the endless
rustle of tree leaves in my memory
melodies recanted
through the open window shutter
a red water pitcher
one wooden stool
stars and chants
that left thoughts
inexplicably saddening
when the harsh north wind
galloped down
the mountainside
to claim its right
on my peaceful existence
in one dwelling made of clay
with a roof made of cane and soil
with a window always open
with a door ravaged and cracked
perforated emotions and
this was the palace
where I was served
my palatial dinner and
this was my first cry
in the wilderness of the just world