ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ
Τόν Πάτροκλο σάν είδαν σκοτωμένο,
πού ήταν τόσο ανδρείος, καί δυνατός, καί νέος
άρχισαν τ’ άλογα νά κλαίνε τού Αχιλλέως
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
γιά τού θανάτου αυτό τό έργον πού θωρούσε.
Τινάζαν τά κεφάλια των καί τές μακρυές χαίτες κουνούσαν
τήν γή χτυπούσαν μέ τά πόδια, καί θρηνούσαν
τόν Πάτροκλο πού ενοιώθανε άψυχο—αφανισμένο—
μιά σάρκα τώρα ποταπή—τό πνεύμα του χαμένο—
ανυπεράσπιστο—χωρίς πνοή—
εις τό μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ τήν ζωή.
Τά δάκρυα είδε ο Ζεύς τών αθανάτων
αλόγων καί λυπήθη. «Στού Πηλέως τόν γάμο»
είπε «δέν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα νά κάμω
καλύτερα νά μήν σάς δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στήν άθλια ανθρωπότητα πούναι τό παίγνιον τής μοίρας.
Σείς πού ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στά βάσανά των
σάς έμπλεξαν οι…
View original post 776 more words