ΜΑΝΙΚΑ
Όταν θα χαθώ, να ξέρεις, μην με ψάξεις σε αστρέχες, γκρεμούς και ρεματιές. Να ξέρεις πως πρωινό θα ήτανε σαν το σημερινό. Όμορφο, ηλιόλουστο, φθινοπωρινό. Σαν το σημερινό πρωινό θα ήτανε, που φόρεσα τα αθλητικά μου τα ολόλευκα και που ξεκίνησα τον δρόμο μου να πάρω. Μην τρέξεις να ρωτήσεις τους γέροντες, αν με είδανε να περνώ ή μάθανε το νέο. Να τους ρωτήσεις μόνο προς ποια κατεύθυνση έβαλα προορισμό. Να ξέρεις πως τα βήματά μου με οδηγούν σε δρόμους χαραγμένους από του Απόστολου το χέρι, και πως θα τους ακολουθώ ευλαβικά με το βλέμμα μου καρφωμένο στον ορίζοντα. Και να ξέρεις πως όταν φτάσω εκεί, όπου ο ανθρώπινος δρόμος έχει τελειωμό, θα σταματώ, ένα λεπτό μπορεί, μπορεί όμως και χρόνια, για να αναρωτηθώ, αν κι εγώ —σαν γήινη Χριστός— μπορώ, αιμάτινα μονοπάτια στο μέτωπό μου να χαράξω. Μα και αφού δεν μπορώ με βεβαιότητα τέτοιον πολύτιμο σταυρό στους…
View original post 176 more words