Εδώ, όσο σιγά κι άν περπατήσω μές στήν άχνα τής βραδιάς,
Είτε μέ τίς παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θά τρίζει, — ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, — δέν είναι δικά μου.
Έξω, στό δρόμο μπορεί νά μήν ακούγονται τούα τά βήματα, —
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, —
κι άν κάνεις νά κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στόν άλλο καθρέφτη,
πίσω απ’ τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό προσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού άλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά το κρατήσεις
καθάριο κι αδιαίρετο.
Τά χείλη τού ποτηριού γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
σάν κυκλικό ξυράφι — πώς νά τό φέρω στά χείλη μου;
όσο κι άν διψώ, — πώς νά τό φέρω; — Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις —αυτό μού απόμεινε,
αυτό μέ βεβαιώνει ακόμη πως δέ λείπω.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Here no matter how…
View original post 174 more words