Ακατόρθωτο
Τότε εκεί συνάντησα εντελώς τυχαία το γέροντα που
πριν πεθάνει αποφάσισε να βαφτιστεί θεός. Ήταν
από παλιά λάτρης του απραγματοποίητου και τ’ άρεσε
που κάθονταν σ’ ένα βρεμένο στρώμα και σαν επαίτης
απ’ τους περαστικούς ζήταγε ένα λεπτό σιγής, γιατί
το `ξερε καλά αυτός μονάχα θα κουβάλαγε το πιο πολύ
χρυσάφι την ώρα της τελικής κρίσης, γεγονός βέβαια
αναμφισβήτητο, επίσης απρόβλεπτο για της πόλης
τους πολυάσχολους γιους και φυσικά σ’ αυτό
ο γελωτοποιός σημασία πια δεν έδινε, ενώ ο γέρος που
πριν πεθάνει αποφάσισε να βαφτιστεί θεός έσκυψε
στο βαρέλι σκουπιδιών του εστιατορίου το βραδινό φαί
να εξοικονομίσει.
~ Μου αρέσουν εκείνοι που ζουν για να μάθουν και θέλουν
να γίνουν η αιτία για να γενηθεί μια μέρα ο Υπεράνθρωπος.
Έτσι επιθυμούν τη δύση τους.
Unattainable
Then, there, by chance I met the old man who decided
before his death to name himself God. Ηe had always been
in love with the unattainable. He liked to sit on a wet
mattress and asked the passersby for a moment of silence
because he knew, he alone, would carry the most gold at
the final Day of Judgement, one completely certain event
and of course unexpected to the busy men of this city and
to this, the jester didn’t ever paid attention while the old man
leaned into the restaurant garbage bin to get his evening
meal.
~ I like those who seek knowledge and become the reason
for the coming of Ubermensch. Thus they seek their death.
Ubermensch, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2013
Reblogged this on Manolis.
LikeLike