ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Γνωρίζει πια πως
δεν είναι οι ανόητες Σειρήνες
που τραγουδούν νομίζοντας πως κάνουν τέχνη
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον πόθο
καταχωνιασμένο σε ασκούς για πάντα σφραγισμένους
ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά.
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της,
παντού ολόγυρά της
μνηστήρες πίνουνε ρακή
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
αρσενικά που οσμίζονται τον πόθο
και με τα βέλη τους ορίζουνε τον χώρο.
Και ο Οδυσσέας;
Δεν τον θυμάται πια η Πηνελόπη.
Μόνο πως με έναν άγνωστο κοιμήθηκε ένα βράδυ
Και όταν τον ρώτησε ποιος είναι
αυτός απάντησε: «Ο Κανένας».
PENELOPE
She knows by now
that the Sirens are not fools
that they sing thinking of creating art
nor the old Circe
in her lust
hidden in windbags forever sealed
nor the misbehaving Nausica
trapped in the wrong age
wearing white socks and childish dresses
nor the Lestrygonians and the lotus
It is them keeping him away
nor Poseidon’s petty angers
and the mix-ups with his old companions
Penelope knows by now
her last message will remain unanswered
they’ll never talk to each other again
logic compels him to stay away from her
All over her
suitors drink raki
and roll like lions in the arena
males who sniff lust
and with their arrows define space
and Odysseus
Penelope doesn’t remember of him anymore
only that one night she slept with a stranger
and when she asked of his name
he answered ‘No one’