ΚAΛΛΗ
Η Κάλλη μ’ ακολούθησε έξι μίλλια
ώς το παζάρι
που τα ζώα συναλλάσονται
σαν τους σκλάβους
γελάδες, κατσίκες, ταύροι, καμήλες.
Η μαύρη Κάλλη ήταν όμορφη, έξι χρονών
στην ακμή της ηλικίας βουβάλα.
Μα ήταν στείρα. Απόφευγε τους βούβαλους
είχε αποφασίσει να μην γκαστρωθεί.
Κι αφού ήταν δύσκολο να την ταίζουμε
αποφάσισε ο πατέρας μου
να την πουλήσουμε. Υπάκουσε
καθώς την έσερνα απ’ την αλυσίδα
η μια άκρη στο χέρι μου
η άλλη γύρω απ’ το λαιμό της.
Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών.
Η νευρικότητά της εξαφανίστηκε
μόλις εμπήκαμε στην αγορά
εκεί που έμποροι είχαν κρατήσει
το χώρο του ο καθένας
σαν γαμήλιες συμφωνίες
σ’ εβδομαδιαία εφημερίδα.
Η Κάλλη κάθισε στο χώμα
τα μάτια της δίχως συναίσθημα
σαν ασκητής στο νιρβάνα του κοντά.
Κι έκατσα, κι εστάθηκα και βημάτισα τριγύρω
σαν μοσχάρι παραμελημένο.
Κανείς την Κάλλη δεν αγόρασε
και μ΄ακολούθησε πίσω στο σπίτι
οχτώ μίλλια μακριά
Ήμουν αβέβαιος αν ο πατέρας μου
ήταν χαρούμενος ή λυπημένος
μαζί που επιστρέψαμε.
Την είδε απλά σαν μέλος της οικογένειας
που είχε ξανφικά χάσει το τραίνο.
Kalli followed me eight miles
to the market where
animals were traded like slaves.
Cows goats bullocks camels
Kalli was black beautiful and six
prime age for a water buffalo.
She was dry. Repelled bulls as if she had
decided never to go green.
Hard to afford, my father decided
to sell her.
She obeyed as I led her
by the steel chain, one end in my hand
the other round her neck.
I was fifteen. Her nervousness was over
soon after we entered the market
where sellers occupied
their given spaces like matrimonials
on a large weekly page.
Kalli sat down with no emotion in her eyes
like an ascetic close to nirvana.
I sat stood walked around like a
neglected calf. Nobody bought Kalli.
She followed me 8 miles back home
I wasn’t sure if Father was sad
or glad to see her back. He just
looked at her like a family member
who had missed the train.
Poem by Ajmer Rode, translated by Manolis Aligizakis