ΟΡΚΟΣ
Κι ορκίστηκα μπροστά στα θαμπωμένα
μάτια της συγγένειάς μου τους ρύπους
να καθαρίσω με τον πόνο της καρδιάς
που κληρονόμησα και στα κόπρανά τους
την αθανασία μου ν’ αναζητήσω
τους βολβούς της γης βάφοντας μαύρους
και ξανά να τους φυτεύω σ’ αχαμνό χώμα
για να φυτρώσουν νέοι φαλλοί
σε πεινασμένα αιδοία να εισχωρήσουν
νιώθοντας μαζί την έκσταση της ευφροσύνης
και της αλγηδόνας, ανάμιξη ναρκωτικών
που το συνειδητό σε ύπνο έριχναν
σ’ αυτά ορκίστηκα ολόρθος ατενίζοντας
της γενιάς μου την κρύφια μεγαλωσύνη
όταν με παρακάλεσαν γι’ άλλα πολλά
τέτοια ελαφριά η αυτοπεποίθησή τους
και γνώριζα μέσα στον εξευτελισμό τους
μια φευγαλέα αχτίνα αισιοδοξίας θα γεννιόταν
που θα τους οδηγούσε στην αυτοκαταστροφή
OATH
And I swore before the blurry eyes
of my kin to cleanse their lot with
the pain in my heart I’ve inherited and
in their dirt for my immortality to search
painting the bulbs of the earth black
and again I inserted them in the soil
to sprout up new penises
to enter hungry mounds
and to feel the ecstatic mixture of pain
and joy cocktail of drugs
that put their conscious to rest
to these I swore standing opposite
my kin’s secret grandeur
when they begged for more
flimsy that was their self esteem
and in their ridicule I came to know
in their viscera the lone glimpse of optimism
leading them to their self destruction
SECOND ADVENT OF ZEUS, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2016