Σέρνεται στο παράθυρο, αφήνει το χνώτο σε στίγματα βροχής και λασπωμένης σκόνης• αργά τα τζάμια αρπάζουν έναν λευκό και παγωμένο ήλιο πάνω στη βρομιά τους, κι αυτή για λίγο σταματά να ανασαίνει, να αφουγκραστεί το χρόνο. Άχρονο το βλέμμα της βουλιάζει μες στο φως που ο Άλεξ είναι χαμένος μήνες πολλούς κι αυτή βάλλεται κάθε μέρα από τότε απ’ τη συρρίκνωση του άνθους που ατονεί κι αργοπεθαίνει. Πλέον δεν τον αναζητά, καθόλου πλέον. Ο ήλιος τώρα ξεθαρρεύει περισσότερο, θρέφει τις ματαιώσεις που περιφέρονται στην πόλη και γύρω απ’ τις σκιές τους και μέσα στα δωμάτια· τη ζωοφόρο τους εικόνα τη φροντίζει, με αχτίνες από νίκελ καρφωμένες σε πρόσωπα σαν ζέμπρα με λευκή πούδρα και ρωγμές, κρεμάμενα από σκούρα παλτά μακριά που παλαντζάρουνε στους δρόμους – επί τον τύπον των ήλων λάμπει, ναι. Στον πάνω όροφο η σκουριά βογκά αναζωογόνηση, «ας πλένονται», σκέφτεται αυτή, «μα κάνουν φασαρία», μόνον αυτό την ενοχλεί…
View original post 97 more words