Ἤτανε νέοι
Οἱ δρόμοι ἦταν σκοτεινοὶ καὶ λασπωμένοι
τὸ πιάτο στὸ τραπέζι λιγοστό,
τὸ φιλὶ στὸ κατώφλι ἦταν κλεφτὸ
καὶ ἔρωτες μέσα στὶς καρδοῦλες κλειδωμένοι
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ
Τὰ βράδια ξενυχτοῦσαν στὰ ὑπόγεια,
καὶ σβάρνα ὁλημερὶς στὶς γειτονιὲς
ἄχ! τὰ σοκάκια ἐκεῖνα κι οἱ γωνιὲς
σφιχτὰ ποὺ φυλάξαν τὰ τίμια λόγια
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ
Δὲν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
ἕναν δὲν δίναν γιὰ τὸ σήμερα παρᾶ
δὲ ρίχνανε δραχμὲς στὸν κουμπαρᾶ
δὲν κράταγαν μεζούρα καὶ διαβήτη
Ἤτανε νέοι ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειά
Κι ἤθελε ἀκόμη…
Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν…
View original post 262 more words