Ο ΞΕΝΟΣ
Μπήκε στο ημίφως του μπάρ
εύθραυστος κόσμος
γιομάτος πάθος
ελπίδες κι όνειρα
η ζωή του
μιά έκλειψη
καμπύλη του όλου
τέλεια ροή αθωότητας
η καρδιά του
μουσικό όργανο γαλήνης
τραγούδι και ρυθμός απ’ τα πανάρχαια χρόνια
και μόνο δροσιά στις παλάμες του
στις ίριδες των ματιών
ακόμα παρθένα η οικουμένη
αντανακλούσε σαν υπόσχεση
οι θαμώνες του μπαρ τον διέκριναν
σαν ηγέτη παλιάς εποχής
συγγραφέα αρχαίων κειμένων
συλλέκτη αυθεντικών τεμαχιδίων τέχνης
που κανένας δεν αναγνώριζε πια
έναν ηγέτη λαών, ένα χρισμένο
ευλαβή
με τα σημάδια στους καρπούς
και τ’ άλλα εκείνα ανθρώπινα στίγματα
σκαλισμένα στο δέρμα του
μερικοί
γύρισαν τα βλέμματά τους στο πλάϊ
μερικοί θαμώνες
τα `κλεισαν από αμφιβολία
ευχήθηκαν θάταν καλύτερα
να μην είχαν έρθει σήμερα στο μπαρ
και μερικοί άλλοι
μαζεύτηκαν γύρω του
σε κοντινή απόσταση
σε κάποιον που δεν καταλάβαιναν
αλλά θαύμαζαν το παρουσιαστικό του.
Και τους μίλησε.
Οι λέξεις του απορροφούσαν τον πόνο τους
η ματιά του ελευθέρωνε το πεύμα τους
αλλά κανένας δεν άκουσε
μήτε είδε
όταν ήρθε η ώρα
που ο προδότης σκόπευσε την καρδιά του
με το αλάθητο πιστόλι
ο ξένος ίστατω περήφανα
καθώς η σφαίρα έκαψε τη σάρκα του
κι έπεσε αργά
ώσπου ακίνητος έμεινε στο πάτωμα,
πιασμένος στα νύχια συγκυρίας
και στην παγωμένη αναπνοή θανάτου
σε κούνια νανουρισμένη για λίγο
παντοτινά
για πάντα
κι όμως ποτέ
κι ο κύκλος συμπληρώνεται
κι πανάρχαιος μύθος
πάντα ξαναρχινά
οταν κάποιος ξένος
μπαίνει μέσα στον εύθραυστο κόσμο.
STRANGER
He entered the shadowy bar
a fragile cosmos
filled with passion
hopes and dreams
his life
an ellipse
a contour of totality
a flawless flow of innocence
his heart
an instrument of serenity
a song and rhythm from medieval times
but only freshness in his palms
in his irises
the universe still virginal
reflecting the promise in his eyes
the patrons of the bar recognized
a leader of bygone eras
a writer of ancient books
a collector of genuine relics
none believed in anymore,
an avatar, anointed one
to be revered
the one with the stigmata
and other human scars
engraved in his skin
a few men
turned their envious eyes aside
some of the patrons
closed them in disbelief
they wished he’d never entered their bar
and others
gathered around him
in close proximity
to someone they didn’t understand
in awe of his mere presence
And he talked to them
his words absorbing their pain
his glances uplifting their spirits
but one did not hear or see
when the time came
for the traitor to aim at his heart
with an unerring pistol
the stranger stood tall
as the bullet burned through his flesh
falling slowly
until he lay motionless,
caught in the clutch of circumstance
and the ice cold breath of death
cradled in captivity for awhile
for eternity
for ever
yet never
the circle comes full
and the ancient myth
always recommences
when a certain stranger
enters a fragile cosmos.