Τά μάτια τους είναι κόκκινα απ’ τήν αγρύπνια,
μιά βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στά φρύδια τους
σάν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σέ δυό βουνά τό λιόγερμα.
Τό χέρι τους είναι κολλημένο στό ντουφέκι,
τό ντουφέκι είναι συνέχεια τού χεριού τους,
τό χέρι είναι συνέχεια τής ψυχής τους—
έχουν στά χείλη τους απάνου τό θυμό
κ’ έχουνε τόν καημό βαθιά-βαθιά στά μάτια τους
σάν ένα αστέρι σέ μιά γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν τό χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος γιά τόν κόσμο,
όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μές απ’ τ’ άγρια γένεια τους,
όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τίς άδειες τσέπες τους,
όατν σκοτώνονται η ζωή τραβάει τήν ανηφόρα
με σημαίες καί μέ τραμπούλα.
~Γιάννης Ρίτσος
Their eyes are red for lack of sleep
a deep wrinkle is wedged between their eyebrows
like a cypress between two mountains
at sundown
their hands are glued to their rifles
their rifles are extensions of their hands
their hands extensions of their souls –
they have anger on their lips
and grief deep within their eyes
like a star in a pothole of salt
When they clasp a hand the sun is certain
of the world
when they smile a small swallow flies away from
their rough beards
when they sleep twelve stars fall from their
empty pockets
when they are killed life
~Yannis Ritsos—Romiosini
Translated by Manolis Aligizakis